- προχυτικός
- -ή, -όν, Α [προχέω](για αγγείο) κατάλληλος για πρόχυση, για να ρίχνει κανείς νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχυτικῷ — προχυτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)